- πολυκρόταλος
- πολυ-κρότᾰλος, ον,A much-rattling,
χείρ Nonn.D.5.255
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χείρ Nonn.D.5.255
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυκρόταλος — ον, Α αυτός που κροταλίζει πολύ, δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρόταλον (< κροτῶ), πρβλ. χρυσο κρόταλος] … Dictionary of Greek
πολυκροτάλῳ — πολυκρόταλος much rattling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)